• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keep [sb] company vtr + n (prevent being lonely)κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ περίφρ
 Brian has his dog to keep him company.
keep company v expr dated (lovers: court) (μεταφορικά)συνδέομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)φλερτάρω ρ μ
  (παλαιό)κορτάρω ρ μ
 Mary and Bob were keeping company before she met Jim.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'keep company' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
run - see - visit

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση keep company στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «keep company».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!